βαθυσκαφής

βαθυσκαφής
βᾰθυ-σκᾰφής, ές,
A deep-dug, S.El.435.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαθυσκαφής — βαθυσκαφἠς ( οῡς), ές (Α) βαθιά σκαμμένος («βαθυσκαφεῑ κόνει», Σοφ. «βαθυσκαφή μνήματα», Κάλβος). [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σκαφής < σκάφος «τό σκάψιμο» < σκάπτω] …   Dictionary of Greek

  • βαθυσκαφεῖ — βαθυσκαφής deep dug masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βαθυσκαφής deep dug masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”